- πινδολόλη
- η, Ν(φαρμ.)συνθετικό φάρμακο, αναστολέας τών β-αδρενεργικών υποδοχέων τού μυοκαρδίου, που χρησιμοποιείται για την θεραπεία τής αρτηριακής υπέρτασης και τών διαταραχών τού καρδιακού ρυθμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.